επικυρωτικός

επικυρωτικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που με αυτόν επικυρώνεται κάτι: Επικυρωτικό έγγραφο.
2. που επικυρώνει, που είναι υπέρ της επικύρωσης: Ψήφοι επικυρωτικοί της απόφασης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επικυρωτικός — ή, ό [επικύρωση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επικύρωση («επικυρωτική πράξη») 2. αυτός που είναι υπέρ τής επικυρώσεως («επικυρωτική χειρονομία») …   Dictionary of Greek

  • επισφραγιστικός — ή, ό (Μ ἐπισφραγιστικός, ή, όν) [επισφραγιστής] νεοελλ. αυτός που γίνεται για επισφράγιση, επιβεβαιωτικός, επικυρωτικός μσν. αυτός που σφραγίζει, ο αρμόδιος για την επισφράγιση. επίρρ... επισφραγιστικώς και ά με τρόπο που επιβεβαιώνει, που… …   Dictionary of Greek

  • κυρωτικός — ή, ό (Α κυρωτικός, ή, όν) [κυρώ] αυτός που δίνει κύρος, νομική ισχύ, που επιφέρει κύρωση, επιβεβαιωτικός, επικυρωτικός («κυρωτικός νόμος») …   Dictionary of Greek

  • προσκυρωτικός — ή, ό / προσκυρωτικός, ή, όν, ΝΜ [προσκυρῶ] αυτός που χρησιμεύει για προσκύρωση, ο επικυρωτικός …   Dictionary of Greek

  • κυρωτικός — ή, ό επικυρωτικός, επιβεβαιωτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”